κηρώμασιν

κηρώμασιν
κήρωμα
wax-salve
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”